βατσινάρω

βατσινάρω
(αόρ. βατσινάρισα) αμετ. вакцинировать, делать прививку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βατσινάρω" в других словарях:

  • βατσινάρω — εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»] …   Dictionary of Greek

  • αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»